πρόσφωλο

πρόσφωλο
και προσφώλι, το, Ν
γνήσιο ή τεχνητό αβγό που τοποθετείται στη φωλιά όρνιθας για να τήν προσελκύσει για ωοτοκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + φωλ-ιον (< φωλεός «φωλιά»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρόσφωλο — πρόσφωλο, το και προσφώλι, το το αβγό που αφήνεται πάντα στη φωλιά, αλλ. φώλος, φωλίτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσφώλι — το, Ν βλ. πρόσφωλο …   Dictionary of Greek

  • φώλι — φώλι, το και φωλίτης, ο και φώλος, ο αβγό γνήσιο ή τεχνητό, που αφήνεται στη φωλιά της κότας, για να την προσελκύσει να γεννήσει εκεί, το πρόσφωλο, το προσφώλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”